Η εξέταση αυτή βασίζεται στο γεγονός πως αν η παροχή οξυγόνου στο έμβρυο αρκεί, για να καλύψει τις μεταβολικές του ανάγκες, τότε ο καρδιακός του ρυθμός θα κυμαίνεται εντός των φυσιολογικών παραμέτρων.
Ποιες είναι οι φυσιολογικές παράμετροι:
• Μέση καρδιακή συχνότητα μεταξύ των 110 και 160 παλμών το λεπτό
• Μεταβλητότητα της καρδιακής συχνότητας (δηλαδή η «γραμμή», που καταγράφει την καρδιακή συχνότητα δεν πρέπει να είναι «επίπεδη», αλλά «οδοντωτή»
• Καταγραφή «επιταχύνσεων» (η καρδιακή συχνότητα αυξάνεται στιγμιαία σε σχέση με τη μέση της τιμή, ειδικά όταν το μωρό κινείται – αυτό καταγράφεται ως ένας μικρός «λόφος» στην γραμμή καταγραφής της καρδιακής συχνότητας)
Τι άλλο καταγράφει ο καρδιοτοκογράφος
Ακόμα, ο καρδιοτοκογράφος καταγράφει τις συσπάσεις της μήτρας.
Η καταγραφή συσπάσεων πριν από τη συμπλήρωση των 37 εβδομάδων κύησης συνδέονται με αυξημένη πιθανότητα για πρόωρο τοκετό και συνιστάται η λήψη των αντίστοιχων μέτρων, που αποσκοπούν στην προστασία από το ενδεχόμενο αυτό.
Επίσης, αν παρατηρηθεί, πως η καρδιακή συχνότητα του μωρού «πέφτει» όταν υπάρχει σύσπαση, αυτό είναι μια ένδειξη ενδεχόμενης δυσχέρειας του μωρού και δεν αποκλείεται να συσταθεί άμεση πρόκληση τοκετού.
Πότε γίνεται το καρδιοτοκογράφημα;
Το καρδιοτοκογράφημα είναι αξιόπιστο σε ό,τι αφορά την ορθή οξυγόνωση του μωρού από τη συμπλήρωση 28 εβδομάδων κι έπειτα. Όμως δεν είναι σπάνιο να ζητηθεί καρδιοτοκογράφημα και πριν από το ορόσημο αυτό προκειμένου να εξακριβωθεί, αν υπάρχουν πρόωρες συσπάσεις.