Νέα μελέτη υποστηρίζει ότι η κατάθλιψη στα παιδιά μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και από την προσχολική ηλικία.
Ειδικότερα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις διαπίστωσαν ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που πάσχουν από κατάθλιψη έχουν δυόμισι φορές περισσότερες πιθανότητες να συνεχίσουν να εμφανίζουν τα συμπτώματα στο δημοτικό και το γυμνάσιο.
«Είναι χρόνια και υποτροπιάζουσα νόσος η κατάθλιψη» λέει η παιδοψυχολόγος Δρ. Joan Luby. «Τα καλά νέα ωστόσο είναι ότι μπορούμε να εντοπίσουμε την κατάθλιψη από νωρίς και ίσως να υπάρχει ένα παραθυράκι για να την αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά» συμπληρώνει η ίδια.
Οι ερευνητές εξέτασαν συνολικά 246 παιδιά προσχολικής ηλικίας ηλικίας από 3 έως 5 ετών τα οποία αξιολογήθηκαν όχι μόνο για την κατάθλιψη αλλά και για άλλες ψυχιατρικές παθήσεις. Τα παιδιά και οι γονείς τους συμμετείχαν σε αρκετές αξιολογήσεις ανά τακτά διαστήματα.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι γονείς ρωτήθηκαν σχετικά με τη θλίψη του παιδιού, την ευερεθιστότητα, την ενοχή, τον ύπνο και την όρεξη, καθώς και τυχόν μειωμένη χαρά σε δραστηριότητες ή παιχνίδι.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν επίσης αλληλεπιδράσεις μεταξύ των παιδιών και των γονιών τους μέσω ενός καθρέφτη διπλής όψεως. Αυτό έγινε για να διαπιστωθεί αν τα αίτια της κατάθλιψης των παιδιών ήταν επειδή δεν φροντίζονταν σωστά από τους γονείς.
Όταν ξεκίνησε η έρευνα 74 παιδιά από τα 246 είχαν κατάθλιψη. Έξι χρόνια αργότερα, 79 από τα παιδιά είχαν τα κριτήρια για κλινική κατάθλιψη, συμπεριλαμβανομένων περίπου των μισών από τα 74 παιδιά που διαγνώστηκαν με κατάθλιψη όταν άρχισε η έρευνα. Αυτό σημαίνει ότι το 24% των 172 παιδιών που δεν είχαν κατάθλιψη στην προσχολική ηλικία εμφάνισαν αργότερα.
Μεταξύ πάντως των παιδιών με υψηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης ήταν παιδιά σχολικής ηλικίας των οποίων οι μητέρες είχαν εμφανίσει κατάθλιψη, αποκάλυψε η έρευνα.
«Η κατάθλιψη στην προσχολική ηλικία ενίσχυε τον κίνδυνο για κατάθλιψη αργότερα στο σχολείο» δήλωσε η Luby συμπληρώνοντας ότι «αυτά τα παιδιά φαίνεται να βρίσκονται σε πορεία κατάθλιψης, που είναι ανεξάρτητη από άλλους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες.»
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό Psychiatry.