Πολλές φορές ακούμε ότι κάποια παιδιά έχουν φοβίες ή ότι φοβήθηκαν σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή να έρθουν σε επαφή με μία κατάσταση. Η διαφορά όμως ανάμεσα σε δύο τόσο συγγενικές λέξεις όπως ο φόβος και η φοβία είναι ποιοτικώς ιδιαίτερα μεγάλη και κατά συνέπεια η παρέμβαση ως προς τη διαχείριση του φόβου ή των φοβιών αρκετά διαφορετική. Θα είναι βέβαια σημαντικό να αναφερθεί ότι και η πορεία προς τη διαμόρφωση των ανωτέρω συναισθημάτων παρουσιάζει καθοριστικές διαφορές.
Αναντίρρητα, είναι απίθανο να εντοπίσουμε κάποιον που να μην έχει αισθανθεί το συναίσθημα του φόβου. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μην εντοπίσουμε κάποιον που να τον συνοδεύουν φοβίες. Συνεπώς, φαίνεται ιδιαίτερα χρήσιμο να διαχωριστεί η έννοια του φόβου από την έννοια της φοβίας ώστε να δομηθεί και η παρέμβαση για την αντιμετώπιση της κάθε κατάστασης.
Αν όμως ο φόβος είναι ένα από τα συναισθήματα που γεννιούνται όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία συνθήκη, η οποία κάποιες φορές είναι άγνωστη, επικίνδυνη ή κρίνεται από εμάς ως αδύνατη στη διαχείρισή της, τότε μάλλον φαίνεται να είναι ένα αναμενόμενο συναίσθημα, το οποίο βέβαια χρήζει ενός κατάλληλου χειρισμού ώστε να μην εδραιωθεί και εξελιχθεί σε αυτό που λέμε φοβία.
Ωστόσο, καθώς οι φοβίες είναι πολλές (φοβία για τα ζώα, φοβία κατάποσης φαγητού, για τα καιρικά φαινόμενα, για συγκεκριμένα μέρη, μορφές, ανθρώπους ή καταστάσεις) και μπορεί να απλώνονται από την παιδική μέχρι και την ενήλικη ζωή, θα είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό πως ακόμα και αν αποδίδονται σε μία εύλογη βάση (π.χ. φόβος για σκυλιά λόγω επίθεσης από σκυλί κατά το παρελθόν), αυτό που θα κάνει τον φόβο να εγκατασταθεί μόνιμα και να γενικευθεί είναι κυρίως η παρέμβαση και η στήριξη που παρέχεται από τα πρόσωπα αναφοράς (γονείς, παππούδες, εκπαιδευτικοί).
Όσο λοιπόν ενισχύεται η φοβία του παιδιού μέσω της συναίνεσης από τα παραπάνω πρόσωπα στο να αποφεύγει άκριτα τις «βαπτιζόμενες» ως φοβικές καταστάσεις, τόσο εγκαθιδρύεται η φοβία και κάνει το παιδί να δυσλειτουργεί. Σαφώς και αυτή η πρόσκαιρη λύση φαίνεται να απαλλάσσει τα πρόσωπα αναφοράς από τη δύσκολη κατάσταση της στιγμής (π.χ. έντονο και χειριστικό κλάμα), μακροπρόθεσμα όμως φαίνεται να στρέφεται εναντίον των ίδιων και το σημαντικότερο, εναντίον των παιδιών τους.
Όταν λοιπόν αντιλαμβάνεστε πως μία κατάσταση ξεπερνά τα όρια ενός φυσιολογικού και ίσως αναμενόμενου φόβου (κρίνετε βασιζόμενοι στην ένταση και τη συχνότητα του συναισθήματος που εκφράζεται), μην ακολουθήσετε την πιο απλή και εύκολη λύση της αποφυγής. Βοηθήστε το παιδί σας ώστε σταδιακά να καταφέρει να διαχειριστεί τη φοβία του. Έχετε στο νου σας ότι το να ξεπεράσει το παιδί μία φοβία του (όχι απλά να τη μεταβιβάσει σε κάποια άλλη συνθήκη), θα αποτελέσει το έναυσμα για τη διαμόρφωση περεταίρω μηχανισμών διαχείρισης και όχι αποφυγής.
- Μιλήστε με το παιδί για αυτό που το φοβίζει.
- Προσπαθήστε μέσω της σταδιακής και προστατευμένης έκθεσης στο φοβικό αντικείμενο να το βοηθήσετε ώστε να αποδομήσει τη φοβία του.
- Δώστε του χρόνο ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται και να αφομοιώνει τα ερεθίσματα που του δίνετε. Η ιδιαίτερη πίεση και τα πολλά «πρέπει» φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα.
- Αποφύγετε προτροπές όπως «μη φοβάσαι», «μην κάνεις σα μωρό» κτλ. Η ενσυναίσθηση και η ενθάρρυνση βοηθάει πολύ περισσότερο (π.χ. νιώθω το φόβο σου, μα θα τα καταφέρεις).
- Αξιολογήστε τον εαυτό σας και τη δική σας λειτουργία. Η μίμηση του προτύπου σας και η εσωτερίκευση του φοβικού εαυτού ενός γονέα είναι αναπόφευκτη.
- Κρατήστε στο νου σας πως η ανάπτυξη της φοβίας, όπως και κάθε δυσλειτουργικής συμπεριφοράς, οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία του παιδιού (συνήθως στα πιο ευαίσθητα και κλειστά παιδιά) και κυρίως στις περιβαλλοντικές επιδράσεις και το συνδυασμό των παραπάνω. Κατά συνέπεια, η υπερπροστασία από τους γονείς στα παιδιά, η μειωμένη κοινωνικοποίηση του παιδιού με σκοπό την αποφυγή ενδεχόμενων κινδύνων (ασθένειες, ζώα, αρνητικές επιδράσεις από άλλα παιδιά) και η φοβική προδιάθεση των γονέων αποτελούν βασικούς παράγοντες στην καλλιέργεια των φοβιών.