Τα παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες που μεγαλώνουν σε ανάδοχες οικογένειες βρίσκονται σε σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο για ψυχικά και σωματικά προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένων των μαθησιακών δυσκολιών, την κατάθλιψη, το άσθμα, και την παχυσαρκία, σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν έχουν βρεθεί σε ανάδοχες οικογένειες.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Pediatrics.
Το 2014, περισσότερα από 650.000 παιδιά στις ΗΠΑ έμειναν σε ανάδοχες οικογένειες. Κατά μέσο όρο, τα παιδιά έζησαν με τις ανάδοχες οικογένειες δύο χρόνια περίπου μέχρι να εγκριθεί η υιοθεσία τους.
Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι τα παιδιά σε ανάδοχες οικογένειες μπορούν να αναπτύξουν σωματική και ψυχική ασθένεια, κυρίως ως αποτέλεσμα του τραύματος που έχουν βιώσει, από κακοποίηση και παραμέληση.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Κριστίν Τέρνι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ιρβάϊν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση, της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 900.000 παιδιά, από τα οποία το 1,3% μεγάλωναν σε ανάδοχες οικογένειες ή σε φορείς αναδοχής.
Η συγκριτική ανάλυση έδειξε ότι τα παιδιά σε αναδοχή ήταν κατά μέσο όρο επτά φορές πιθανότερο να εκδηλώσουν κατάθλιψη, έξι φορές πιθανότερο να εμφανίσουν προβλήματα συμπεριφοράς, πέντε φορές πιθανότερο να νιώθουν άγχος, τρεις φορές πιθανότερο να έχουν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας, μειωμένη ακοή και μειωμένη όραση, καθώς επίσης δύο φορές πιο πιθανό να έχουν μαθησιακές δυσκολίες, καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, άσθμα, παχυσαρκία και προβλήματα λόγου.
Η Τέρνι επεσήμανε ότι οι παιδίατροι πρέπει πλέον να θεωρούν την αναδοχή ενός παιδιού παράγοντα κινδύνου για την υγεία του και να το λαμβάνουν υπόψη τους.
Η αναδοχή είναι μια μορφή παιδικής προστασίας, αναγνωρισμένη στην Ελλάδα με το νόμο 2082/1992. Δεν είναι υιοθεσία, καθώς το παιδί δεν ανήκει νομικά στους ανάδοχους γονείς, χωρίς πάντως να αποκλείεται η υιοθεσία του από αυτούς αργότερα.